κατεστημένο

κατεστημένο
το
η εγκαθίδρυση ορισμένης κατάστασης, καθεστώς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατεστημένο — το βλ. κατεστημένος …   Dictionary of Greek

  • κατεστημένος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατεστημένο 2. το ουδ. ως ουσ. το κατεστημένο α) αυτό που συνηθίζεται και εφαρμόζεται στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, η κατάσταση που επικρατεί β) ορισμένη κοινωνική τάξη ή ομάδα με… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοκομματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα κομματικό κατεστημένο το οποίο δρα στα πλαίσια ενός κόμματος βασισμένου σε οπισθοδρομικές αρχές, σε συντηρητικά και καιροσκοπικά πρότυπα, και που αρνείται τις σύγχρονες πολιτικές αρχές και αντιλήψεις …   Dictionary of Greek

  • παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • ριζοσπαστισμός — ο, Ν 1. ανυποχώρητη, αδιάλλακτη πνευματική στάση 2. θεωρία και στάση εκείνων που επιδιώκουν την πλήρη ρήξη με το κατεστημένο και τη λύση τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων με αποφασιστικές, δυναμικές μεθόδους, καθώς και η εφαρμογή τών… …   Dictionary of Greek

  • ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • τεντιμποϊσμός — Αγγλικός όρος που καθιερώθηκε από νέους (teddy boys) της Αγγλίας οι οποίοι, για να αντιδράσουν στο κατεστημένο, εμφανίστηκαν το 1949 με ενδυμασίες της εποχής του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ’. Ο τ. είναι ειδική αντικοινωνική εκδήλωση, της εφηβικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”